ξεδρομή

ξεδρομή
ξεδρομή, ἡ (Μ)
1. βιασύνη, γρηγοράδα
2. ζήλος, σπουδή
3. διαφορετική λειτουργία, διάκριση
4. φρ. «μὲ σπουδὴν καὶ ξεδρομήν» — γρήγορα γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐκδρομή με αναλογικὴ επίδραση τού αορ. ἐξέδραμον τού ἐκτρέχω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”